έξπλικτος

έξπλικτος
ἔξπλικτος, -ον (Μ)
άγρυπνος, παρατηρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. explicatus, που διαφέρει όμως σημασιολογικώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”